- υπαλληλίκι
- memurluk, memur hayatı
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
υπαλληλίκι — το, Ν η ιδιότητα, η θέση τού υπαλλήλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπάλληλος + κατάλ. ίκι (πρβλ. τεμπελ ίκι)] … Dictionary of Greek
-λίκι — και ιλίκι και ίκι κατάλ. αφηρημένων ουσ. τής Νεοελληνικής που δηλώνουν ιδιότητα συχνά με μειωτική σημασιολογική χροιά. Η κατάλ. προήλθε από δάνεια από την Τουρκική (κατάλ. lik), π.χ. μερακ λίκι. Η κατάλ. εμφανίζεται σπανιότερα και με τη μορφή ίκι … Dictionary of Greek
υπαλληλία — η, Ν [υπάλληλος] 1. το να υπάγεται κανείς ή κάτι σε κάποιον ή σε κάτι άλλο, υπαγωγή («υπαλληλία εννοιών») 2. το να είναι κανείς υπάλληλος, υπαλληλίκι 3. (περιλπτ.) το σύνολο τών υπαλλήλων· … Dictionary of Greek